τὴν ἐν έργειαν Gal.6.187
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επωκύνω — ἐπωκύνω (Α) [επωκής] καθιστώ κάτι οξύτερο … Dictionary of Greek
ἐπωκύνων — ἐπωκύ̱νων , ἐπωκύνω sharpen pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)